παρόραμα
Greek
Noun
παρόραμα
• (
parórama
)
n
(
plural
παροράματα
)
misprint
,
erratum
,
typo
Declension
declension of παρόραμα
case
\
number
singular
plural
nominative
παρόραμα
•
παροράματα
•
genitive
παροράματος
•
παροραμάτων
•
accusative
παρόραμα
•
παροράματα
•
vocative
παρόραμα
•
παροράματα
•
Synonyms
αβλέπτημα
n
(
avléptima
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.