παλληκάρι

Pontic Greek

Alternative forms

Etymology

Inherited from Byzantine Greek παλλικάριν (pallikárin), from Ancient Greek πάλλαξ (pállax). Cognate with Greek παλικάρι (palikári).

Noun

παλληκάρι (pallikári) n (Amisos, Oinoe, Sinope)

  1. boy, young man, lad
  2. brave man

Derived terms

  • παλληκαρεύκουμαι (pallikaréfkoumai)
  • παλληκάρης (pallikáris)
  • παλληκαρία (pallikaría)
  • παλληκαρίτζα (pallikarítza)
  • παλληκαρόπον (pallikarópon)
  • παλλήκαρος (pallíkaros)
  • παλληκαρότα̤ (pallikarótä)
  • παλληκαρωσύνα̤ (pallikarosýnä)
  • ψευτοπαλληκαρία (pseftopallikaría)

Descendants

  • Laz: პალიკარი (p̌aliǩari), პალიკაი (p̌aliǩai), პალიკაჲი (p̌aliǩayi)

References

  • Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “παλληκάρι”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 678a
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.