ορθάνοιχτος
Greek
Adjective
ορθάνοιχτος • (orthánoichtos) m (feminine ορθάνοιχτη, neuter ορθάνοιχτο)
- (intensive adjective) wide open
Declension
Declension of ορθάνοιχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ορθάνοιχτος • | ορθάνοιχτη • | ορθάνοιχτο • | ορθάνοιχτοι • | ορθάνοιχτες • | ορθάνοιχτα • |
genitive | ορθάνοιχτου • | ορθάνοιχτης • | ορθάνοιχτου • | ορθάνοιχτων • | ορθάνοιχτων • | ορθάνοιχτων • |
accusative | ορθάνοιχτο • | ορθάνοιχτη • | ορθάνοιχτο • | ορθάνοιχτους • | ορθάνοιχτες • | ορθάνοιχτα • |
vocative | ορθάνοιχτε • | ορθάνοιχτη • | ορθάνοιχτο • | ορθάνοιχτοι • | ορθάνοιχτες • | ορθάνοιχτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.