ομόφωνος
Greek
Adjective
Declension
Declension of ομόφωνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ομόφωνος • | ομόφωνη • | ομόφωνο • | ομόφωνοι • | ομόφωνες • | ομόφωνα • |
genitive | ομόφωνου • | ομόφωνης • | ομόφωνου • | ομόφωνων • | ομόφωνων • | ομόφωνων • |
accusative | ομόφωνο • | ομόφωνη • | ομόφωνο • | ομόφωνους • | ομόφωνες • | ομόφωνα • |
vocative | ομόφωνε • | ομόφωνη • | ομόφωνο • | ομόφωνοι • | ομόφωνες • | ομόφωνα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.