ομολογημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of ομολογούμαι (omologoúmai), passive voice of ομολογώ (“confess, admit”).
Pronunciation
- IPA(key): /o.mo.lo.ʝiˈme.nos/
- Hyphenation: ο‧μο‧λο‧γη‧μέ‧νος
Participle
ομολογημένος • (omologiménos) m (feminine ομολογημένη, neuter ομολογημένο)
Declension
Declension of ομολογημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ομολογημένος • | ομολογημένη • | ομολογημένο • | ομολογημένοι • | ομολογημένες • | ομολογημένα • |
genitive | ομολογημένου • | ομολογημένης • | ομολογημένου • | ομολογημένων • | ομολογημένων • | ομολογημένων • |
accusative | ομολογημένο • | ομολογημένη • | ομολογημένο • | ομολογημένους • | ομολογημένες • | ομολογημένα • |
vocative | ομολογημένε • | ομολογημένη • | ομολογημένο • | ομολογημένοι • | ομολογημένες • | ομολογημένα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.