ολομέλεια
Greek
Noun
ολομέλεια
• (
oloméleia
)
f
(
plural
ολομέλειες
)
plenary session
,
plenum
Declension
declension of ολομέλεια
case
\
number
singular
plural
nominative
ολομέλεια
•
ολομέλειες
•
genitive
ολομέλειας
•
ολομελειών
•
accusative
ολομέλεια
•
ολομέλειες
•
vocative
ολομέλεια
•
ολομέλειες
•
Related terms
ολομελής
(
olomelís
,
“
plenary
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.