νοτιοανατολικός
See also: νοτιοανατολικώς
Greek
Adjective
νοτιοανατολικός • (notioanatolikós) m (feminine νοτιοανατολική, neuter νοτιοανατολικό)
Declension
Declension of νοτιοανατολικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νοτιοανατολικός • | νοτιοανατολική • | νοτιοανατολικό • | νοτιοανατολικοί • | νοτιοανατολικές • | νοτιοανατολικά • |
genitive | νοτιοανατολικού • | νοτιοανατολικής • | νοτιοανατολικού • | νοτιοανατολικών • | νοτιοανατολικών • | νοτιοανατολικών • |
accusative | νοτιοανατολικό • | νοτιοανατολική • | νοτιοανατολικό • | νοτιοανατολικούς • | νοτιοανατολικές • | νοτιοανατολικά • |
vocative | νοτιοανατολικέ • | νοτιοανατολική • | νοτιοανατολικό • | νοτιοανατολικοί • | νοτιοανατολικές • | νοτιοανατολικά • |
Coordinate terms
- Appendix:Greek compass points
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.