νεράντζιν
Pontic Greek
Alternative forms
- αναράντζιν (anarántzin), ανάραντζιν (anárantzin), αναράντζ' (anarántz') — Trapezounta
- αραράντζι (ararántzi)
- νεράντζι (nerántzi) — Oinoe
Etymology
Inherited from Byzantine Greek νεράντζιον (nerántzion).
Derived terms
- αναραντζοκλάδιν (anarantzokládin)
- αναραντζόφυλλον (anarantzófyllon)
- νάραντζον (nárantzon), ανάραντζον (anárantzon), ανάρουντζον (anárountzon)
- αραράντζα f (ararántza, “bitter orange tree”)
Descendants
- → Laz: არანძი (aranżi), არარანცი (araranʒi); ანძი (anżi)
References
- Αθανασιάδης, Στάθης (2020) “αναράντζ'”, in Λεξικό της ποντιακής διαλέκτου [Dictionary of the Pontic dialect] (in Greek), Veria: Καμπουρίδης Κώστας – Αθανασιάδης Χριστιανός, page 28a
- Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “νεράντζιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 615b
- The template Template:R:pnt:Kousis:1928 does not use the parameter(s):
1=αναράντζ'
Please see Module:checkparams for help with this warning.Κούσης, Ελευθέριος Τ. (1928) “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 1, Athens, page 100 of 97–120 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος (1975–1976) “Ποντιακά έτυμα ανατολικής προέλευσης. Συμβολή δεύτερη (Μ-Ω) [Pontic etyma of Oriental origin. Second contribution (Μ-Ω)]”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 33, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 244 of 243–276, derives from Ottoman Turkish نارنج (narenc)
- Τομπαΐδης, Δ. Ε., Συμεωνίδης, Χ. Π. (2002) “νεράντζιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 139b, derives from Ottoman Turkish نارنج (narenc)
- Hatzidakis, Georgios N. (1893) “Zur Wortbildungslehre des Mittel- und Neugriechischen”, in Byzantinische Zeitschrift (in German), volume 2, page 254 of 235–286
- Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 139
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.