μωρομάντηλο
Greek
Declension
declension of μωρομάντηλο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μωρομάντηλο • | μωρομάντηλα • |
genitive | μωρομάντηλου • | μωρομάντηλων • |
accusative | μωρομάντηλο • | μωρομάντηλα • |
vocative | μωρομάντηλο • | μωρομάντηλα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.