μονοούσιος
Greek
Adjective
μονοούσιος • (monooúsios) m (feminine μονοούσια or μονοούσιος, neuter μονοούσιο)
Usage notes
- Feminine form -ος if formal, used often for this formal, old verb
Declension
Declension of μονοούσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μονοούσιος • | μονοούσιος • / μονοούσια • | μονοούσιο • | μονοούσιοι • | μονοούσιοι • / μονοούσιες • | μονοούσια • |
genitive | μονοούσιου • | μονοούσιου • / μονοούσιας • | μονοούσιου • | μονοούσιων • | μονοούσιων • | μονοούσιων • |
accusative | μονοούσιο • | μονοούσιο • / μονοούσια • | μονοούσιο • | μονοούσιους • | μονοούσιους • / μονοούσιες • | μονοούσια • |
vocative | μονοούσιε • | μονοούσιε • / μονοούσια • | μονοούσιο • | μονοούσιοι • | μονοούσιοι • / μονοούσιες • | μονοούσια • |
See also
- ὁμοούσιος (homooúsios), ομοούσιος (omooúsios)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.