μιγαδικός
Greek
Adjective
μιγαδικός • (migadikós) m (feminine μιγαδική, neuter μιγαδικό)
- (mathematics) referring to complex numbers
Declension
Declension of μιγαδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μιγαδικός • | μιγαδική • | μιγαδικό • | μιγαδικοί • | μιγαδικές • | μιγαδικά • |
genitive | μιγαδικού • | μιγαδικής • | μιγαδικού • | μιγαδικών • | μιγαδικών • | μιγαδικών • |
accusative | μιγαδικό • | μιγαδική • | μιγαδικό • | μιγαδικούς • | μιγαδικές • | μιγαδικά • |
vocative | μιγαδικέ • | μιγαδική • | μιγαδικό • | μιγαδικοί • | μιγαδικές • | μιγαδικά • |
Further reading
- Μιγαδικός αριθμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.