μετονομασία
Greek
Noun
μετονομασία • (metonomasía) f (plural μετονομασίες)
- renaming
- Coordinate term: αντονομασία (antonomasía)
Declension
declension of μετονομασία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μετονομασία • | μετονομασίες • |
genitive | μετονομασίας • | μετονομασιών • |
accusative | μετονομασία • | μετονομασίες • |
vocative | μετονομασία • | μετονομασίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.