μεταβατικός
Greek
Adjective
μεταβατικός • (metavatikós) m (feminine μεταβατική, neuter μεταβατικό)
- (grammar) transitive
- Αυτό είναι ένα μεταβατικό ρήμα. ― Aftó eínai éna metavatikó ríma. ― This is a transitive verb.
- (chemistry) transition
- μεταβατικό μέταλλο ― metavatikó métallo ― transition metal
- transitional
Declension
Declension of μεταβατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταβατικός • | μεταβατική • | μεταβατικό • | μεταβατικοί • | μεταβατικές • | μεταβατικά • |
genitive | μεταβατικού • | μεταβατικής • | μεταβατικού • | μεταβατικών • | μεταβατικών • | μεταβατικών • |
accusative | μεταβατικό • | μεταβατική • | μεταβατικό • | μεταβατικούς • | μεταβατικές • | μεταβατικά • |
vocative | μεταβατικέ • | μεταβατική • | μεταβατικό • | μεταβατικοί • | μεταβατικές • | μεταβατικά • |
Antonyms
- αμετάβατος (ametávatos, “intransitive”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.