μεσοαρχαιοζωικός
See also: Μεσοαρχαιοζωικός
Greek
Adjective
μεσοαρχαιοζωικός • (mesoarchaiozoïkós) m (feminine μεσοαρχαιοζωική, neuter μεσοαρχαιοζωικό)
Declension
Declension of μεσοαρχαιοζωικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεσοαρχαιοζωικός • | μεσοαρχαιοζωική • | μεσοαρχαιοζωικό • | μεσοαρχαιοζωικοί • | μεσοαρχαιοζωικές • | μεσοαρχαιοζωικά • |
genitive | μεσοαρχαιοζωικού • | μεσοαρχαιοζωικής • | μεσοαρχαιοζωικού • | μεσοαρχαιοζωικών • | μεσοαρχαιοζωικών • | μεσοαρχαιοζωικών • |
accusative | μεσοαρχαιοζωικό • | μεσοαρχαιοζωική • | μεσοαρχαιοζωικό • | μεσοαρχαιοζωικούς • | μεσοαρχαιοζωικές • | μεσοαρχαιοζωικά • |
vocative | μεσοαρχαιοζωικέ • | μεσοαρχαιοζωική • | μεσοαρχαιοζωικό • | μεσοαρχαιοζωικοί • | μεσοαρχαιοζωικές • | μεσοαρχαιοζωικά • |
Related terms
- Μεσοαρχαιοζωικός m (Mesoarchaiozoïkós, “(the) Mesoarchean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
Further reading
- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.