μεγαλούτσικος
Greek
Adjective
μεγαλούτσικος • (megaloútsikos) m (feminine μεγαλούτσικη or μεγαλούτσικια, neuter μεγαλούτσικο)
- biggish, largish, big enough, somewhat big (but not very big)
- old enough, oldish, somewhat old (but not very old) (of a person)
- Είδες τον καινούριο φίλο της Μαρίας; Μεγαλούτσικος δεν είναι;
- Eídes ton kainoúrio fílo tis Marías? Megaloútsikos den eínai?
- Have you seen Mary's new boyfriend? He is rather old, isn't he?
Declension
Declension of μεγαλούτσικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεγαλούτσικος • | μεγαλούτσικη • / μεγαλούτσικια • | μεγαλούτσικο • | μεγαλούτσικοι • | μεγαλούτσικες • | μεγαλούτσικα • |
genitive | μεγαλούτσικου • | μεγαλούτσικης • / μεγαλούτσικιας • | μεγαλούτσικου • | μεγαλούτσικων • | μεγαλούτσικων • | μεγαλούτσικων • |
accusative | μεγαλούτσικο • | μεγαλούτσικη • / μεγαλούτσικια • | μεγαλούτσικο • | μεγαλούτσικους • | μεγαλούτσικες • | μεγαλούτσικα • |
vocative | μεγαλούτσικε • | μεγαλούτσικη • / μεγαλούτσικια • | μεγαλούτσικο • | μεγαλούτσικοι • | μεγαλούτσικες • | μεγαλούτσικα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.