μαύρο
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ˈma.vɾo/
- Hyphenation: μαύ‧ρο
Noun
μαύρο • (mávro) n (plural μαύρα)
Declension
Derived terms
- μαύρα n pl (mávra, “black mourning clothes”)
- κάνω το μαύρο άσπρο (káno to mávro áspro)
See also
- Old spelling: μαῦρο
- κατράμι n (katrámi, “tar; figuratively: pitch black”)
λευκό (lefkó) | γκρι (gkri) | μαύρο (mávro) |
κόκκινο (kókkino); βυσσινί (vyssiní) | πορτοκαλί (portokalí); καφέ (kafé) | κίτρινο (kítrino); κρεμ (krem) |
λαχανί (lachaní) | πράσινο (prásino) | |
κυανό (kyanó); βαθυκύανο (vathykýano) | γαλάζιο (galázio) | μπλε (ble) |
ιόχρους (ióchrous); ινδικό (indikó) | ματζέντα (matzénta); μωβ (mov) | ροζ (roz) |
Adjective
μαύρο • (mávro)
- Accusative masculine singular form of μαύρος (mávros).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of μαύρος (mávros).
Further reading
- μαύρος, μαύρο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- μαύρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.