μέτρηση
Greek
Noun
μέτρηση
• (
métrisi
)
f
(
plural
μετρήσεις
)
counting
measurement
Declension
declension of μέτρηση
case
\
number
singular
plural
nominative
μέτρηση
•
μετρήσεις
•
genitive
μέτρησης
•
μετρήσεων
•
accusative
μέτρηση
•
μετρήσεις
•
vocative
μέτρηση
•
μετρήσεις
•
Older or formal genitive singular:
μετρήσεως
•
Derived terms
αντίστροφη μέτρηση
f
(
antístrofi métrisi
,
“
countdown
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.