λοιμοκαθαρτήριο
Greek
Declension
declension of λοιμοκαθαρτήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | λοιμοκαθαρτήριο • | λοιμοκαθαρτήρια • |
genitive | λοιμοκαθαρτηρίου •, λοιμοκαθαρτήριου • | λοιμοκαθαρτηρίων • |
accusative | λοιμοκαθαρτήριο • | λοιμοκαθαρτήρια • |
vocative | λοιμοκαθαρτήριο • | λοιμοκαθαρτήρια • |
Synonyms
- λαζαρέτο n (lazaréto)
Related terms
- see: λοιμός m (loimós, “plague, epidemic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.