λογχοφόρος
Greek
Adjective
λογχοφόρος • (lonchofóros) m (feminine λογχοφόρα, neuter λογχοφόρο)
Declension
Declension of λογχοφόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λογχοφόρος • | λογχοφόρα • | λογχοφόρο • | λογχοφόροι • | λογχοφόρες • | λογχοφόρα • |
genitive | λογχοφόρου • | λογχοφόρας • | λογχοφόρου • | λογχοφόρων • | λογχοφόρων • | λογχοφόρων • |
accusative | λογχοφόρο • | λογχοφόρα • | λογχοφόρο • | λογχοφόρους • | λογχοφόρες • | λογχοφόρα • |
vocative | λογχοφόρε • | λογχοφόρα • | λογχοφόρο • | λογχοφόροι • | λογχοφόρες • | λογχοφόρα • |
Declension
declension of λογχοφόρος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | λογχοφόρος • | λογχοφόροι • |
genitive | λογχοφόρου • | λογχοφόρων • |
accusative | λογχοφόρο • | λογχοφόρους • |
vocative | λογχοφόρε • | λογχοφόροι • |
Synonyms
- ουλάνος m (oulános, “uhlan, lancer”)
Related terms
- λόγχη f (lónchi, “spear”)
Further reading
- λογχοφόρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.