λιπαντικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [lipandiˈkɔs]
Declension
Declension of λιπαντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιπαντικός • | λιπαντική • | λιπαντικό • | λιπαντικοί • | λιπαντικές • | λιπαντικά • |
genitive | λιπαντικού • | λιπαντικής • | λιπαντικού • | λιπαντικών • | λιπαντικών • | λιπαντικών • |
accusative | λιπαντικό • | λιπαντική • | λιπαντικό • | λιπαντικούς • | λιπαντικές • | λιπαντικά • |
vocative | λιπαντικέ • | λιπαντική • | λιπαντικό • | λιπαντικοί • | λιπαντικές • | λιπαντικά • |
Related terms
- see: λιπαίνω (lipaíno, “to lubricate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.