λειτουργέω
Ancient Greek
Alternative forms
- λητουργέω (lētourgéō) — earlier Attic
- (perform religious service, minister): λῑτουργέω (lītourgéō)
Etymology
λειτουργός (leitourgós, “one who performs a λειτουργία, a public servant”) + -έω (-éō, denominative suffix)
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /leː.tuːr.ɡé.ɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /li.turˈɡe.o/
- (4th CE Koine) IPA(key): /li.turˈʝe.o/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /li.turˈʝe.o/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /li.turˈʝe.o/
Verb
λειτουργέω • (leitourgéō)
- (at Athens, construed with a cognate accusative) serve public offices at one’s own cost
- 436 BCE – 338 BCE, Isocrates, Antidosis 145:
- πρὸς δὲ τούτοις οὕτως ἰδίοις οὖσι καὶ περιττοῖς κἀκεῖνο λέγεις, ὡς τῶν μὲν ἀρχῶν καὶ τῶν ὠφελιῶν τῶν ἐντεῦθεν γιγνομένων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν κοινῶν ἐξέστηκας, εἰς δὲ τοὺς διακοσίους καὶ χιλίους τοὺς εἰσφέροντας καὶ λειτουργοῦντας οὐ μόνον αὑτὸν παρέχεις ἀλλὰ καὶ τὸν υἱόν, καὶ τρὶς μὲν ἤδη τετριηραρχήκατε, τὰς δ’ ἄλλας λειτουργίας πολυτελέστερον λελειτουργήκατε καὶ κάλλιον ὧν οἱ νόμοι προστάττουσι.
- pròs dè toútois hoútōs idíois oûsi kaì perittoîs kakeîno légeis, hōs tôn mèn arkhôn kaì tôn ōpheliôn tôn enteûthen gignoménōn kaì tôn állōn hapántōn tôn koinôn exéstēkas, eis dè toùs diakosíous kaì khilíous toùs eisphérontas kaì leitourgoûntas ou mónon hautòn parékheis allà kaì tòn huión, kaì trìs mèn ḗdē tetriērarkhḗkate, tàs d’ állas leitourgías polutelésteron leleitourgḗkate kaì kállion hôn hoi nómoi prostáttousi.
- 1980 translation by George Norlin
- And to these peculiarities and idiosyncrasies you add another, namely, that you have held aloof from the public offices and the emoluments which go with them, and from all other privileges of the commonwealth as well, while you have enrolled not only yourself but your son among the twelve hundred who pay the war-taxes and bear the liturgies, and you and he have three times discharged the trierarchy, besides having performed the other services more generously and handsomely than the laws require.
- πρὸς δὲ τούτοις οὕτως ἰδίοις οὖσι καὶ περιττοῖς κἀκεῖνο λέγεις, ὡς τῶν μὲν ἀρχῶν καὶ τῶν ὠφελιῶν τῶν ἐντεῦθεν γιγνομένων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν κοινῶν ἐξέστηκας, εἰς δὲ τοὺς διακοσίους καὶ χιλίους τοὺς εἰσφέροντας καὶ λειτουργοῦντας οὐ μόνον αὑτὸν παρέχεις ἀλλὰ καὶ τὸν υἱόν, καὶ τρὶς μὲν ἤδη τετριηραρχήκατε, τὰς δ’ ἄλλας λειτουργίας πολυτελέστερον λελειτουργήκατε καὶ κάλλιον ὧν οἱ νόμοι προστάττουσι.
- 4th century BC, Isaeus, Philoctemon 60:
- καὶ Φανόστρατος μὲν τετριηράρχηκεν ἑπτάκις ἤδη, τὰς δὲ λῃτουργίας ἁπάσας λελῃτούργηκε καὶ τὰς πλείστας νίκας νενίκηκεν: οὑτοσὶ δὲ Χαιρέστρατος τηλικοῦτος ὢν τετριηράρχηκε, κεχορήγηκε δὲ τραγῳδοῖς, γεγυμνασιάρχηκε δὲ λαμπάδι: καὶ τὰς εἰσφορὰς εἰσενηνόχασιν ἀμφότεροι πάσας ἐν τοῖς τριακοσίοις.
- kaì Phanóstratos mèn tetriērárkhēken heptákis ḗdē, tàs dè lēitourgías hapásas lelēitoúrgēke kaì tàs pleístas níkas neníkēken: houtosì dè Khairéstratos tēlikoûtos ṑn tetriērárkhēke, kekhorḗgēke dè tragōidoîs, gegumnasiárkhēke dè lampádi: kaì tàs eisphoràs eisenēnókhasin amphóteroi pásas en toîs triakosíois.
- 1962 translation by Edward Seymour Forster
- Phanostratus has already been trierarch seven times, and he has performed all the public services and has generally been victorious. Chaerestratus here, young as he is, has been trierarch; he has been choregus in the tragic competitions; he has been gymnasiarch at the torch-races. Both of them have paid all the special war-taxes, being numbered among the three hundred.
- καὶ Φανόστρατος μὲν τετριηράρχηκεν ἑπτάκις ἤδη, τὰς δὲ λῃτουργίας ἁπάσας λελῃτούργηκε καὶ τὰς πλείστας νίκας νενίκηκεν: οὑτοσὶ δὲ Χαιρέστρατος τηλικοῦτος ὢν τετριηράρχηκε, κεχορήγηκε δὲ τραγῳδοῖς, γεγυμνασιάρχηκε δὲ λαμπάδι: καὶ τὰς εἰσφορὰς εἰσενηνόχασιν ἀμφότεροι πάσας ἐν τοῖς τριακοσίοις.
- (generally) perform public duties, serve the state
- 445 BCE – 380 BCE, Lysias, On the Confiscation of the Property of the Brother of Nicias 7:
- συνῄδεσαν γὰρ ἅπασιν αὐτοῖς ὑπὸ τῆς πόλεως τιμωμένοις, καὶ πολλαχοῦ μὲν ὑπὲρ ὑμῶν κεκινδυνευκόσι, μεγάλας δ’ εἰσφορὰς εἰσενηνοχόσι καὶ λελῃτουργηκόσι κάλλιστα, καὶ τῶν ἄλλων οὐδενὸς πώποτ’ ἀποστᾶσιν ὧν ἡ πόλις αὐτοῖς προσέταξεν, ἀλλὰ προθύμως λῃτουργοῦσι.
- sunḗidesan gàr hápasin autoîs hupò tês póleōs timōménois, kaì pollakhoû mèn hupèr humôn kekinduneukósi, megálas d’ eisphoràs eisenēnokhósi kaì lelēitourgēkósi kállista, kaì tôn állōn oudenòs pṓpot’ apostâsin hôn hē pólis autoîs prosétaxen, allà prothúmōs lēitourgoûsi.
- 1930 translation by Walter Rangeley Maitland Lamb
- For they were conscious of the honor in which the whole family were held by the city, and how they had faced danger on your behalf in many places, and had made many large contributions to your funds, and had most nobly performed their public services; how they had never once evaded any of the other duties enjoined on them by the State, but had eagerly discharged them all.
- συνῄδεσαν γὰρ ἅπασιν αὐτοῖς ὑπὸ τῆς πόλεως τιμωμένοις, καὶ πολλαχοῦ μὲν ὑπὲρ ὑμῶν κεκινδυνευκόσι, μεγάλας δ’ εἰσφορὰς εἰσενηνοχόσι καὶ λελῃτουργηκόσι κάλλιστα, καὶ τῶν ἄλλων οὐδενὸς πώποτ’ ἀποστᾶσιν ὧν ἡ πόλις αὐτοῖς προσέταξεν, ἀλλὰ προθύμως λῃτουργοῦσι.
- 266/5 B.C.E., Inscriptiones Graecae 22.665.7–13:
- ἐπειδ[ὴ οἱ ἔφηβοι οἱ ἐ]φηβεύσαντες ἐπὶ Μεν- / [εκ]λέους ἄρχοντος πο[λέμου κατέ]χοντος τὴν πόλιν διέμει- / [ναν] πάντες εὐτακτο[ῦντες καὶ πε]ιθόμενοι τοῖς τε νόμο[ις] / [κα]ὶ τῶι κοσμητε[ῖ κ]αὶ [διετέλεσα]ν τὸν ἐνιαυτὸν τὰς [φυλ]- / [ακ]ὰς λειτου[ρ]γοῦντες κ[αὶ ἅπαντ]α τὰ παρανγελλόμενα ὑπὸ / [τοῦ σ]τρατηγοῦ εἰς τὴν το̣ῦ Μ[ουσ]είου φυλακήν, καθάπερ ἐτά- / [χθησαν ὑ]πὸ τοῦ δήμου·
- epeid[ḕ hoi éphēboi hoi e]phēbeúsantes epì Men- / [ek]léous árkhontos po[lémou katé]khontos tḕn pólin diémei- / [nan] pántes eutakto[ûntes kaì pe]ithómenoi toîs te nómo[is] / [ka]ì tôi kosmēte[î k]aì [dietélesa]n tòn eniautòn tàs [phul]- / [ak]às leitou[r]goûntes k[aì hápant]a tà parangellómena hupò / [toû s]tratēgoû eis tḕn tọû M[ous]eíou phulakḗn, katháper etá- / [khthēsan hu]pò toû dḗmou;
- 2015 translation by Sean Byrne
- since all the ephebes who served in the archonship of Menekles (267/6) when war was gripping the city maintained good order and obedience to the laws and the superintendent and continued for the year to fulfil their guard duties and the other orders issued by the general in the guarding of the Mouseion, where they were stationed by the People;
- ἐπειδ[ὴ οἱ ἔφηβοι οἱ ἐ]φηβεύσαντες ἐπὶ Μεν- / [εκ]λέους ἄρχοντος πο[λέμου κατέ]χοντος τὴν πόλιν διέμει- / [ναν] πάντες εὐτακτο[ῦντες καὶ πε]ιθόμενοι τοῖς τε νόμο[ις] / [κα]ὶ τῶι κοσμητε[ῖ κ]αὶ [διετέλεσα]ν τὸν ἐνιαυτὸν τὰς [φυλ]- / [ακ]ὰς λειτου[ρ]γοῦντες κ[αὶ ἅπαντ]α τὰ παρανγελλόμενα ὑπὸ / [τοῦ σ]τρατηγοῦ εἰς τὴν το̣ῦ Μ[ουσ]είου φυλακήν, καθάπερ ἐτά- / [χθησαν ὑ]πὸ τοῦ δήμου·
- 436 BCE – 338 BCE, Isocrates, On the Peace 13:
- ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λ.
- ek tês idías ousías humîn l.
- ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λ.
- 384 BCE – 322 BCE, Aristotle, Constitution of the Athenians 29.5:
- τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λ.
- toîs sṓmasin kaì toîs khrḗmasin l.
- τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λ.
- (generally, construed with a dative) serve (a master)
- 3rd century B.C.E., Papiri greci e latini (Pubblicazioni della Società italiana per la ricerca dei Papiri greci e latini in Egitto) 4.361.15
- c. 64 BC – p. AD 4, Nicolaus Damascenus, Fragmenta 7–8:
- καὶ ἅμα καλέσας τὸν εὐνοῦχον τὸν τὰς μουσουργοὺς πεπιστευμένον, Τοῦτον, ἔφη, ἄπαγε, καὶ ξυρήσας τὸ ὅλον σῶμα καὶ κισηρίσας πλὴν κεφαλῆς δὶς τῆς ἡμέρας λοῦε καὶ σμῆχε ἀπὸ λεκίθου, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπογραφέσθω καὶ τὰς κόμας ἐμπλεκέσθω, ὥσπερ αἱ γυναῖκες· μανθανέτω δὲ ᾄδειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ψάλλειν, ἵνα μοι μετὰ τῶν μουσουργῶν λειτουργῇ γυναικὶ ὡμοιωμένος, μεθ’ ὧν καὶ δίαιταν ἕξει λεῖος ὢν τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν αὐτὴν καὶ τὴν τέχνην ἔχων.
- kaì háma kalésas tòn eunoûkhon tòn tàs mousourgoùs pepisteuménon, Toûton, éphē, ápage, kaì xurḗsas tò hólon sôma kaì kisērísas plḕn kephalês dìs tês hēméras loûe kaì smêkhe apò lekíthou, kaì toùs ophthalmoùs hupographésthō kaì tàs kómas emplekésthō, hṓsper hai gunaîkes; manthanétō dè ā́idein kaì kitharízein kaì psállein, hína moi metà tôn mousourgôn leitourgêi gunaikì hōmoiōménos, meth’ hôn kaì díaitan héxei leîos ṑn tò sôma kaì tḕn esthêta tḕn autḕn kaì tḕn tékhnēn ékhōn.
- καὶ ἅμα καλέσας τὸν εὐνοῦχον τὸν τὰς μουσουργοὺς πεπιστευμένον, Τοῦτον, ἔφη, ἄπαγε, καὶ ξυρήσας τὸ ὅλον σῶμα καὶ κισηρίσας πλὴν κεφαλῆς δὶς τῆς ἡμέρας λοῦε καὶ σμῆχε ἀπὸ λεκίθου, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπογραφέσθω καὶ τὰς κόμας ἐμπλεκέσθω, ὥσπερ αἱ γυναῖκες· μανθανέτω δὲ ᾄδειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ψάλλειν, ἵνα μοι μετὰ τῶν μουσουργῶν λειτουργῇ γυναικὶ ὡμοιωμένος, μεθ’ ὧν καὶ δίαιταν ἕξει λεῖος ὢν τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν αὐτὴν καὶ τὴν τέχνην ἔχων.
- 〃 8.9–14
- καὶ οὐ πολλοῦ χρόνου γίγνεται ἀνθρωπός τε λευκὸς καὶ ἁπαλὸς καὶ γυναικώδης, ᾖδέ τε καὶ ἐκιθάριζε πολὺ κάλλιον τῶν μουσουργῶν, οὐδείς τε ἂν ἰδὼν αὐτὸν λειτουργοῦντα ἐν συμποσίῳ Νανάρῳ οὐχὶ γυναῖκα ὑπέλαβε, καὶ πολύ γε ἐκείνων εὐπρεπέστερον, μεθ’ ὧν ἑκάστοτε ἐλειτούργει.
- kaì ou polloû khrónou gígnetai anthrōpós te leukòs kaì hapalòs kaì gunaikṓdēs, êidé te kaì ekithárize polù kállion tôn mousourgôn, oudeís te àn idṑn autòn leitourgoûnta en sumposíōi Nanárōi oukhì gunaîka hupélabe, kaì polú ge ekeínōn euprepésteron, meth’ hôn hekástote eleitoúrgei.
- (please add an English translation of this quotation)
- Palatine Anthology 5.48, (Gallus, of a prostitute):
- λ. τρισὶν ἀνδράσιν
- l. trisìn andrásin
- λ. τρισὶν ἀνδράσιν
- perform religious service, minister
- 1st century B.C.E., Revue des Études Anciennes 32.5.6–18, (Athens):
- Ἐκ τοῦ Μητρώου· ἀγαθὴ τύχη, ἐπὶ Παμμένου, Μουνιχίωνος τετράδι, Ξενοφῶν Θριάσιος εἶπεν· ἐπειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος Ζήνων Ͻ Ἀντιοχεὺς ἐμφανίζει λελιτουργηκέναι ἐν τῶι ἱερῶι τῶ[ι ἐ]ν Ῥαμνοῦντι τῆς Ἀγδίστεως, ἔτι δὲ καὶ οἷς αὐτὸς ἱεροῦται θεοῖς ἐπὶ χρόνους καὶ πλείονας, τὰ δὲ νῦν ἐπ[ι]βαρούμενος ὑπό τινων εἴργεσθαι παρὰ τὸ καθῆκον καὶ διὰ ταῦτα παρακαλεῖ τὴν βουλὴν προνοουμένη[ν] τῆς τῶν θεῶν εὐσεβείας τὴν καθήκουσαν φρ[ον]τίδα ποιήσασθαι αὐτοῦ· τύχῃ ἀγαθῆι· δε[δόχθαι] τῆι βουλῆι ἐξεῖναι Ζήνωνι Ͻ Ἀντιοχεῖ [λιτουρ]γεῖν τοῖς θεοῖς τ[οῖς ἐ]ν Ῥαμνοῦν[τι καθάπερ ἀ]πὸ τὴς[sic] ἀρχῆς ὑπὸ [μηδ]ενὸς κωλ[υομένωι] ‒ ‒
- Ek toû Mētrṓou; agathḕ túkhē, epì Pamménou, Mounikhíōnos tetrádi, Xenophôn Thriásios eîpen; epeidḕ prósodon poiēsámenos Zḗnōn Zḗnōnos Antiokheùs emphanízei lelitourgēkénai en tôi hierôi tô[i e]n Rhamnoûnti tês Agdísteōs, éti dè kaì hoîs autòs hieroûtai theoîs epì khrónous kaì pleíonas, tà dè nûn ep[i]baroúmenos hupó tinōn eírgesthai parà tò kathêkon kaì dià taûta parakaleî tḕn boulḕn pronoouménē[n] tês tôn theôn eusebeías tḕn kathḗkousan phr[on]tída poiḗsasthai autoû; túkhēi agathêi; de[dókhthai] têi boulêi exeînai Zḗnōni Zḗnōnos Antiokheî [litour]geîn toîs theoîs t[oîs e]n Rhamnoûn[ti katháper a]pò tḕs[sic] arkhês hupò [mēd]enòs kōl[uoménōi] ‒ ‒
- Ἐκ τοῦ Μητρώου· ἀγαθὴ τύχη, ἐπὶ Παμμένου, Μουνιχίωνος τετράδι, Ξενοφῶν Θριάσιος εἶπεν· ἐπειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος Ζήνων Ͻ Ἀντιοχεὺς ἐμφανίζει λελιτουργηκέναι ἐν τῶι ἱερῶι τῶ[ι ἐ]ν Ῥαμνοῦντι τῆς Ἀγδίστεως, ἔτι δὲ καὶ οἷς αὐτὸς ἱεροῦται θεοῖς ἐπὶ χρόνους καὶ πλείονας, τὰ δὲ νῦν ἐπ[ι]βαρούμενος ὑπό τινων εἴργεσθαι παρὰ τὸ καθῆκον καὶ διὰ ταῦτα παρακαλεῖ τὴν βουλὴν προνοουμένη[ν] τῆς τῶν θεῶν εὐσεβείας τὴν καθήκουσαν φρ[ον]τίδα ποιήσασθαι αὐτοῦ· τύχῃ ἀγαθῆι· δε[δόχθαι] τῆι βουλῆι ἐξεῖναι Ζήνωνι Ͻ Ἀντιοχεῖ [λιτουρ]γεῖν τοῖς θεοῖς τ[οῖς ἐ]ν Ῥαμνοῦν[τι καθάπερ ἀ]πὸ τὴς[sic] ἀρχῆς ὑπὸ [μηδ]ενὸς κωλ[υομένωι] ‒ ‒
Conjugation
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | λειτουργέω | λειτουργέεις | λειτουργέει | λειτουργέετον | λειτουργέετον | λειτουργέομεν | λειτουργέετε | λειτουργέουσῐ(ν) | ||||
subjunctive | λειτουργέω | λειτουργέῃς | λειτουργέῃ | λειτουργέητον | λειτουργέητον | λειτουργέωμεν | λειτουργέητε | λειτουργέωσῐ(ν) | |||||
optative | λειτουργέοιμῐ | λειτουργέοις | λειτουργέοι | λειτουργέοιτον | λειτουργεοίτην | λειτουργέοιμεν | λειτουργέοιτε | λειτουργέοιεν | |||||
imperative | λειτούργεε | λειτουργεέτω | λειτουργέετον | λειτουργεέτων | λειτουργέετε | λειτουργεόντων | |||||||
middle/ passive |
indicative | λειτουργέομαι | λειτουργέῃ, λειτουργέει |
λειτουργέεται | λειτουργέεσθον | λειτουργέεσθον | λειτουργεόμεθᾰ | λειτουργέεσθε | λειτουργέονται | ||||
subjunctive | λειτουργέωμαι | λειτουργέῃ | λειτουργέηται | λειτουργέησθον | λειτουργέησθον | λειτουργεώμεθᾰ | λειτουργέησθε | λειτουργέωνται | |||||
optative | λειτουργεοίμην | λειτουργέοιο | λειτουργέοιτο | λειτουργέοισθον | λειτουργεοίσθην | λειτουργεοίμεθᾰ | λειτουργέοισθε | λειτουργέοιντο | |||||
imperative | λειτουργέου | λειτουργεέσθω | λειτουργέεσθον | λειτουργεέσθων | λειτουργέεσθε | λειτουργεέσθων | |||||||
active | middle/passive | ||||||||||||
infinitive | λειτουργέειν | λειτουργέεσθαι | |||||||||||
participle | m | λειτουργέων | λειτουργεόμενος | ||||||||||
f | λειτουργέουσᾰ | λειτουργεομένη | |||||||||||
n | λειτουργέον | λειτουργεόμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | λειτουργῶ | λειτουργεῖς | λειτουργεῖ | λειτουργεῖτον | λειτουργεῖτον | λειτουργοῦμεν | λειτουργεῖτε | λειτουργοῦσῐ(ν) | ||||
subjunctive | λειτουργῶ | λειτουργῇς | λειτουργῇ | λειτουργῆτον | λειτουργῆτον | λειτουργῶμεν | λειτουργῆτε | λειτουργῶσῐ(ν) | |||||
optative | λειτουργοίην, λειτουργοῖμῐ |
λειτουργοίης, λειτουργοῖς |
λειτουργοίη, λειτουργοῖ |
λειτουργοῖτον, λειτουργοίητον |
λειτουργοίτην, λειτουργοιήτην |
λειτουργοῖμεν, λειτουργοίημεν |
λειτουργοῖτε, λειτουργοίητε |
λειτουργοῖεν, λειτουργοίησᾰν | |||||
imperative | λειτούργει | λειτουργείτω | λειτουργεῖτον | λειτουργείτων | λειτουργεῖτε | λειτουργούντων | |||||||
middle/ passive |
indicative | λειτουργοῦμαι | λειτουργεῖ, λειτουργῇ |
λειτουργεῖται | λειτουργεῖσθον | λειτουργεῖσθον | λειτουργούμεθᾰ | λειτουργεῖσθε | λειτουργοῦνται | ||||
subjunctive | λειτουργῶμαι | λειτουργῇ | λειτουργῆται | λειτουργῆσθον | λειτουργῆσθον | λειτουργώμεθᾰ | λειτουργῆσθε | λειτουργῶνται | |||||
optative | λειτουργοίμην | λειτουργοῖο | λειτουργοῖτο | λειτουργοῖσθον | λειτουργοίσθην | λειτουργοίμεθᾰ | λειτουργοῖσθε | λειτουργοῖντο | |||||
imperative | λειτουργοῦ | λειτουργείσθω | λειτουργεῖσθον | λειτουργείσθων | λειτουργεῖσθε | λειτουργείσθων | |||||||
active | middle/passive | ||||||||||||
infinitive | λειτουργεῖν | λειτουργεῖσθαι | |||||||||||
participle | m | λειτουργῶν | λειτουργούμενος | ||||||||||
f | λειτουργοῦσᾰ | λειτουργουμένη | |||||||||||
n | λειτουργοῦν | λειτουργούμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Imperfect: ἐλειτούργεον, ἐλειτουργεόμην (Uncontracted)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐλειτούργεον | ἐλειτούργεες | ἐλειτούργεε(ν) | ἐλειτουργέετον | ἐλειτουργεέτην | ἐλειτουργέομεν | ἐλειτουργέετε | ἐλειτούργεον | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐλειτουργεόμην | ἐλειτουργέου | ἐλειτουργέετο | ἐλειτουργέεσθον | ἐλειτουργεέσθην | ἐλειτουργεόμεθᾰ | ἐλειτουργέεσθε | ἐλειτουργέοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Imperfect: ἐλειτούργουν, ἐλειτουργούμην (Contracted)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐλειτούργουν | ἐλειτούργεις | ἐλειτούργει | ἐλειτουργεῖτον | ἐλειτουργείτην | ἐλειτουργοῦμεν | ἐλειτουργεῖτε | ἐλειτούργουν | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐλειτουργούμην | ἐλειτουργοῦ | ἐλειτουργεῖτο | ἐλειτουργεῖσθον | ἐλειτουργείσθην | ἐλειτουργούμεθᾰ | ἐλειτουργεῖσθε | ἐλειτουργοῦντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Future: λειτουργήσω, λειτουργήσομαι, λειτουργηθήσομαι
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | λειτουργήσω | λειτουργήσεις | λειτουργήσει | λειτουργήσετον | λειτουργήσετον | λειτουργήσομεν | λειτουργήσετε | λειτουργήσουσῐ(ν) | ||||
optative | λειτουργήσοιμῐ | λειτουργήσοις | λειτουργήσοι | λειτουργήσοιτον | λειτουργησοίτην | λειτουργήσοιμεν | λειτουργήσοιτε | λειτουργήσοιεν | |||||
middle | indicative | λειτουργήσομαι | λειτουργήσῃ, λειτουργήσει |
λειτουργήσεται | λειτουργήσεσθον | λειτουργήσεσθον | λειτουργησόμεθᾰ | λειτουργήσεσθε | λειτουργήσονται | ||||
optative | λειτουργησοίμην | λειτουργήσοιο | λειτουργήσοιτο | λειτουργήσοισθον | λειτουργησοίσθην | λειτουργησοίμεθᾰ | λειτουργήσοισθε | λειτουργήσοιντο | |||||
passive | indicative | λειτουργηθήσομαι | λειτουργηθήσῃ | λειτουργηθήσεται | λειτουργηθήσεσθον | λειτουργηθήσεσθον | λειτουργηθησόμεθᾰ | λειτουργηθήσεσθε | λειτουργηθήσονται | ||||
optative | λειτουργηθησοίμην | λειτουργηθήσοιο | λειτουργηθήσοιτο | λειτουργηθήσοισθον | λειτουργηθησοίσθην | λειτουργηθησοίμεθᾰ | λειτουργηθήσοισθε | λειτουργηθήσοιντο | |||||
active | middle | passive | |||||||||||
infinitive | λειτουργήσειν | λειτουργήσεσθαι | λειτουργηθήσεσθαι | ||||||||||
participle | m | λειτουργήσων | λειτουργησόμενος | λειτουργηθησόμενος | |||||||||
f | λειτουργήσουσᾰ | λειτουργησομένη | λειτουργηθησομένη | ||||||||||
n | λειτουργῆσον | λειτουργησόμενον | λειτουργηθησόμενον | ||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Aorist: ἐλειτούργησᾰ, ἐλειτουργησᾰ́μην, ἐλειτουργήθην
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐλειτούργησᾰ | ἐλειτούργησᾰς | ἐλειτούργησε(ν) | ἐλειτουργήσᾰτον | ἐλειτουργησᾰ́την | ἐλειτουργήσᾰμεν | ἐλειτουργήσᾰτε | ἐλειτούργησᾰν | ||||
subjunctive | λειτουργήσω | λειτουργήσῃς | λειτουργήσῃ | λειτουργήσητον | λειτουργήσητον | λειτουργήσωμεν | λειτουργήσητε | λειτουργήσωσῐ(ν) | |||||
optative | λειτουργήσαιμῐ | λειτουργήσειᾰς, λειτουργήσαις |
λειτουργήσειε(ν), λειτουργήσαι |
λειτουργήσαιτον | λειτουργησαίτην | λειτουργήσαιμεν | λειτουργήσαιτε | λειτουργήσειᾰν, λειτουργήσαιεν | |||||
imperative | λειτούργησον | λειτουργησᾰ́τω | λειτουργήσᾰτον | λειτουργησᾰ́των | λειτουργήσᾰτε | λειτουργησᾰ́ντων | |||||||
middle | indicative | ἐλειτουργησᾰ́μην | ἐλειτουργήσω | ἐλειτουργήσᾰτο | ἐλειτουργήσᾰσθον | ἐλειτουργησᾰ́σθην | ἐλειτουργησᾰ́μεθᾰ | ἐλειτουργήσᾰσθε | ἐλειτουργήσᾰντο | ||||
subjunctive | λειτουργήσωμαι | λειτουργήσῃ | λειτουργήσηται | λειτουργήσησθον | λειτουργήσησθον | λειτουργησώμεθᾰ | λειτουργήσησθε | λειτουργήσωνται | |||||
optative | λειτουργησαίμην | λειτουργήσαιο | λειτουργήσαιτο | λειτουργήσαισθον | λειτουργησαίσθην | λειτουργησαίμεθᾰ | λειτουργήσαισθε | λειτουργήσαιντο | |||||
imperative | λειτούργησαι | λειτουργησᾰ́σθω | λειτουργήσᾰσθον | λειτουργησᾰ́σθων | λειτουργήσᾰσθε | λειτουργησᾰ́σθων | |||||||
passive | indicative | ἐλειτουργήθην | ἐλειτουργήθης | ἐλειτουργήθη | ἐλειτουργήθητον | ἐλειτουργηθήτην | ἐλειτουργήθημεν | ἐλειτουργήθητε | ἐλειτουργήθησᾰν | ||||
subjunctive | λειτουργηθῶ | λειτουργηθῇς | λειτουργηθῇ | λειτουργηθῆτον | λειτουργηθῆτον | λειτουργηθῶμεν | λειτουργηθῆτε | λειτουργηθῶσῐ(ν) | |||||
optative | λειτουργηθείην | λειτουργηθείης | λειτουργηθείη | λειτουργηθεῖτον, λειτουργηθείητον |
λειτουργηθείτην, λειτουργηθειήτην |
λειτουργηθεῖμεν, λειτουργηθείημεν |
λειτουργηθεῖτε, λειτουργηθείητε |
λειτουργηθεῖεν, λειτουργηθείησᾰν | |||||
imperative | λειτουργήθητῐ | λειτουργηθήτω | λειτουργήθητον | λειτουργηθήτων | λειτουργήθητε | λειτουργηθέντων | |||||||
active | middle | passive | |||||||||||
infinitive | λειτουργῆσαι | λειτουργήσᾰσθαι | λειτουργηθῆναι | ||||||||||
participle | m | λειτουργήσᾱς | λειτουργησᾰ́μενος | λειτουργηθείς | |||||||||
f | λειτουργήσᾱσᾰ | λειτουργησᾰμένη | λειτουργηθεῖσᾰ | ||||||||||
n | λειτουργῆσᾰν | λειτουργησᾰ́μενον | λειτουργηθέν | ||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Perfect: λελειτούργηκᾰ, λελειτούργημαι
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | λελειτούργηκᾰ | λελειτούργηκᾰς | λελειτούργηκε(ν) | λελειτουργήκᾰτον | λελειτουργήκᾰτον | λελειτουργήκᾰμεν | λελειτουργήκᾰτε | λελειτουργήκᾱσῐ(ν) | ||||
subjunctive | λελειτουργήκω | λελειτουργήκῃς | λελειτουργήκῃ | λελειτουργήκητον | λελειτουργήκητον | λελειτουργήκωμεν | λελειτουργήκητε | λελειτουργήκωσῐ(ν) | |||||
optative | λελειτουργήκοιμῐ, λελειτουργηκοίην |
λελειτουργήκοις, λελειτουργηκοίης |
λελειτουργήκοι, λελειτουργηκοίη |
λελειτουργήκοιτον | λελειτουργηκοίτην | λελειτουργήκοιμεν | λελειτουργήκοιτε | λελειτουργήκοιεν | |||||
imperative | λελειτούργηκε | λελειτουργηκέτω | λελειτουργήκετον | λελειτουργηκέτων | λελειτουργήκετε | λελειτουργηκόντων | |||||||
middle/ passive |
indicative | λελειτούργημαι | λελειτούργησαι | λελειτούργηται | λελειτούργησθον | λελειτούργησθον | λελειτουργήμεθᾰ | λελειτούργησθε | λελειτούργηνται | ||||
subjunctive | λελειτουργημένος ὦ | λελειτουργημένος ᾖς | λελειτουργημένος ᾖ | λελειτουργημένω ἦτον | λελειτουργημένω ἦτον | λελειτουργημένοι ὦμεν | λελειτουργημένοι ἦτε | λελειτουργημένοι ὦσῐ(ν) | |||||
optative | λελειτουργημένος εἴην | λελειτουργημένος εἴης | λελειτουργημένος εἴη | λελειτουργημένω εἴητον/εἶτον | λελειτουργημένω εἰήτην/εἴτην | λελειτουργημένοι εἴημεν/εἶμεν | λελειτουργημένοι εἴητε/εἶτε | λελειτουργημένοι εἴησᾰν/εἶεν | |||||
imperative | λελειτούργησο | λελειτουργήσθω | λελειτούργησθον | λελειτουργήσθων | λελειτούργησθε | λελειτουργήσθων | |||||||
active | middle/passive | ||||||||||||
infinitive | λελειτουργηκέναι | λελειτουργῆσθαι | |||||||||||
participle | m | λελειτουργηκώς | λελειτουργημένος | ||||||||||
f | λελειτουργηκυῖᾰ | λελειτουργημένη | |||||||||||
n | λελειτουργηκός | λελειτουργημένον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Pluperfect: ἐλελειτουργήκειν, ἐλελειτουργήμην
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐλελειτουργήκειν, ἐλελειτουργήκη |
ἐλελειτουργήκεις, ἐλελειτουργήκης |
ἐλελειτουργήκει(ν) | ἐλελειτουργήκετον | ἐλελειτουργηκέτην | ἐλελειτουργήκεμεν | ἐλελειτουργήκετε | ἐλελειτουργήκεσᾰν | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐλελειτουργήμην | ἐλελειτούργησο | ἐλελειτούργητο | ἐλελειτούργησθον | ἐλελειτουργήσθην | ἐλελειτουργήμεθᾰ | ἐλελειτούργησθε | ἐλελειτούργηντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Derived terms
- ἀντῐλειτουργέω (antileitourgéō, verb)
- ἀπολειτουργέω (apoleitourgéō, verb)
- ἐκλῃτουργέω (eklēitourgéō, verb)
- κᾰτᾰλειτουργέω (kataleitourgéō, verb)
- λειτούργημᾰ n (leitoúrgēma)
- λειτουργησῐ́ᾱ f (leitourgēsíā)
- λελειτουργημένᾰ n pl (leleitourgēména)
- προσλειτουργέω (prosleitourgéō, verb)
- σῠλλειτουργέω (sulleitourgéō, verb)
Descendants
- Greek: λειτουργώ (leitourgó)
Further reading
- “λειτουργέω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.