λίνον

Ancient Greek

Etymology

Uncertain. Could be from Proto-Indo-European *linom, with cognates including Old Church Slavonic льнъ (lĭnŭ), Latin līnum, and Gothic 𐌻𐌴𐌹𐌽 (lein). However, the Latin and Germanic forms have a long i. Could also be a loanword to Latin and Ancient Greek which other languages borrowed.

Pronunciation

 

Noun

λῐ́νον • (línon) n (genitive λῐ́νου); second declension

  1. flax (Linum usitatissimum)
  2. anything made of flax:
    1. cord, fishing line, thread
    2. (figuratively) thread of destiny spun by the Fates
    3. fishing net, hunting net
    4. (in the plural) linen cloths or garments
    5. flax for spinning

Inflection

Derived terms

  • ἀμφίλινος (amphílinos)
  • ἀπόλινον (apólinon)
  • λιναῖος (linaîos)
  • λιναργέτης (linargétēs)
  • λινάριον (linárion)
  • λινάρμενον (linármenon)
  • λινέμπορος (linémporos)
  • λίνεος (líneos)
  • λινεργέω (linergéō)
  • λινεύς (lineús)
  • λινεύω (lineúō)
  • λινεψός (linepsós)
  • λινικός (linikós)
  • λίνινος (líninos)
  • λινογενής (linogenḗs)
  • λινόδεσμος (linódesmos)
  • λινόδετος (linódetos)
  • λινόδρυς (linódrus)
  • λινοερκής (linoerkḗs)
  • λινόζευκτος (linózeuktos)
  • λινόζωστις (linózōstis)
  • λινόζωστος (linózōstos)
  • λινοθήρας (linothḗras)
  • λινοθώραξ (linothṓrax)
  • λινοκαλάμη (linokalámē)
  • λινόκλωστος (linóklōstos)
  • λινοκριθή (linokrithḗ)
  • λινόκροκος (linókrokos)
  • λινόπεπλος (linópeplos)
  • λινόπλεκτος (linóplektos)
  • λινόπλοκος (linóplokos)
  • λινοπλυτής (linoplutḗs)
  • λινόπτερος (linópteros)
  • λινοπτέρυξ (linoptérux)
  • λινόπτης (linóptēs)
  • λινοπώλης (linopṓlēs)
  • λινορραφής (linorrhaphḗs)
  • λινόσπαρτον (linósparton)
  • λινόσπερμον (linóspermon)
  • λινοστατέω (linostatéō)
  • λινόστολος (linóstolos)
  • λινόστροφος (linóstrophos)
  • λινοτειχής (linoteikhḗs)
  • λινούδιον (linoúdion)
  • λινουλκός (linoulkós)
  • λινουργός (linourgós)
  • λινοϋφής (linoüphḗs)
  • λινοῦχος (linoûkhos)
  • λινοφακός (linophakós)
  • λινοφάντης (linophántēs)
  • λινοφθόρος (linophthóros)
  • λινοφόρος (linophóros)
  • λινοχίτων (linokhítōn)
  • λινόχλαινος (linókhlainos)
  • λινόχορτος (linókhortos)
  • λινωνία (linōnía)
  • ὠμόλινον (ōmólinon)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.