κταπόδι
Greek
Noun
κταπόδι
• (
ktapódi
)
n
(
plural
κταπόδια
)
Alternative spelling of
χταπόδι
(
chtapódi
)
Declension
declension of κταπόδι
case
\
number
singular
plural
nominative
κταπόδι
•
κταπόδια
•
genitive
κταποδιού
•
κταποδιών
•
accusative
κταπόδι
•
κταπόδια
•
vocative
κταπόδι
•
κταπόδια
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.