κρομμύδ'
Pontic Greek
Etymology
From Byzantine Greek κρομμύδιν (krommúdin), from Koine Greek κρομμύδιον (krommúdion), the diminutive of Ancient Greek κρόμμυον (krómmuon). Cognate with Greek κρεμμύδι (kremmýdi).
Derived terms
- κρομμυδάς (krommydás)
- κρομμυδέα (krommydéa)
- κρομμυδένο̤ς (krommydénös)
- κρομμυδι̮άρης (krommydi̮áris)
- κρομμυδόπον (krommydópon)
- κρομμυδόσυκα (krommydósyka)
- κρομμυδότζεπλον (krommydótzeplon)
- κρομμυδόφυλλον (krommydófyllon)
- κρομμυδόφυτον (krommydófyton)
Further reading
- Tursun, Vahit (2021) “κρεμμύδι”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 327a
- Κηρυκόπουλος, Μιλτιάδης Ι. (2004) “κρομμύδ'”, in Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτο, ειδικά το ιδίωμα Χαλδιάς-Τραπεζούντας-Ματσούκας [Dictionary of the Pontic dialect, especially the idiom of Chaldia–Trebizond–Matzouka], Athens, page 125b
- Κούσης, Ελευθέριος Τ. (1928) “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 1, Athens, page 109 of 97–120
- Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “κρομμύδιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 499b
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.