κροατικός
Greek
Adjective
κροατικός • (kroatikós) m (feminine κροατική, neuter κροατικό)
- Croatian (related to the country, people or language)
Declension
Declension of κροατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κροατικός • | κροατική • | κροατικό • | κροατικοί • | κροατικές • | κροατικά • |
genitive | κροατικού • | κροατικής • | κροατικού • | κροατικών • | κροατικών • | κροατικών • |
accusative | κροατικό • | κροατική • | κροατικό • | κροατικούς • | κροατικές • | κροατικά • |
vocative | κροατικέ • | κροατική • | κροατικό • | κροατικοί • | κροατικές • | κροατικά • |
Related terms
- see: Κροατία f (Kroatía, “Croatia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.