κοσμέω

Ancient Greek

Etymology

From κόσμος (kósmos) + -έω (-éō).

Pronunciation

 

Verb

κοσμέω • (kosméō)

  1. to order, to arrange
  2. to adorn

Conjugation

Derived terms

  • ἀνακοσμέω (anakosméō)
  • ἀντιδιακοσμέω (antidiakosméō)
  • ἀντικοσμέω (antikosméō)
  • ἀποκοσμέω (apokosméō)
  • διακοσμέω (diakosméō)
  • ἐγκοσμέω (enkosméō)
  • ἐκκοσμέω (ekkosméō)
  • ἐνδιακοσμέω (endiakosméō)
  • ἐπικοσμέω (epikosméō)
  • εὐκοσμέω (eukosméō)
  • κατακοσμέω (katakosméō)
  • κλινοκοσμέω (klinokosméō)
  • μετακοσμέω (metakosméō)
  • περικοσμέω (perikosméō)
  • προσεπικοσμέω (prosepikosméō)
  • προσκοσμέω (proskosméō)
  • πρωτοκοσμέω (prōtokosméō)
  • συγκατακοσμέω (sunkatakosméō)
  • συγκοσμέω (sunkosméō)
  • συμμετακοσμέω (summetakosméō)
  • συνδιακοσμέω (sundiakosméō)
  • συνεπικοσμέω (sunepikosméō)
  • συνευκοσμέω (suneukosméō)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.