κολοκάσι
Greek
Alternative forms
- κολοκάτσι (kolokátsi) — demotic
- κολοκάσιν (kolokásin), κολοκάτσιν (kolokátsin) — dialectal (Cypriot Greek)
Etymology
From Cypriot Greek κολοκάσιν (kolokásin), from Byzantine Greek *κολοκάσιν (*kolokásin), from Ancient Greek κολοκάσιον (kolokásion), a parallel form of κολοκασία (kolokasía).
Pronunciation
- IPA(key): /ko.loˈka.si/
- Hyphenation: κο‧λο‧κά‧σι
Noun
κολοκάσι • (kolokási) n
- taro (edible tuber)
- Colocasia esculenta, Κολοκασία η εδώδιμος (the taro plant)
Declension
Derived terms
- αρκοκολοκασερόν (arkokolokaserón)
- αρκοκολόκασον (arkokolókason)
- γλυκοκολόκασον (glykokolókason)
- κολοκασούδιν (kolokasoúdin)
- κολοκασούιν (kolokasoúin)
Descendants
Further reading
- Κολοκασία η εδώδιμος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
References
- Symeonidis, Charalambos (1976) Der Vokalismus der griechischen Lehnwörter im Türkischen (Institute for Balkan Studies; 141) (in German), Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, pages 53, 89
- "κολοκάτσι" - Andriotis (Ανδριώτης), Nikolaos Pantelis (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Etymological Dictionary of Koine Neo-Hellenic] (in Greek, polytonic) 3rd ed. (1st ed. 1951), Thessaloniki: Aristotelian University, the "Triantafyllidis" Foundation, p.164b.
- Γιαγκουλλής, Κωνσταντίνος Γ. (2002) “κολοκάσιν”, in Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου [Thesaurus Dialecti Cypriae], Nicosia, →ISBN, page 149b
- Σακελλάριος, Αθανάσιος Α/Sakellarios, Athanasios A (1891), "κολοκάσιν", in Κυπριακά [Cypriot (language)], Nicosia. Vol.2, p.600.
- Πέτρου-Ποιητού, Ευγενία (2013) “κολοκάσι”, in Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου
- "κολοκάσιον" in Χρυσόθεμις:Βυζαντινή γαστρονομία [Chrysothemis:Byzantine gastronomy]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.