κεφαλαιοκράτης
Greek
Etymology
Calque of French capitaliste.
Declension
declension of κεφαλαιοκράτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | κεφαλαιοκράτης • | κεφαλαιοκράτες • |
genitive | κεφαλαιοκράτη • | κεφαλαιοκρατών • |
accusative | κεφαλαιοκράτη • | κεφαλαιοκράτες • |
vocative | κεφαλαιοκράτη • | κεφαλαιοκράτες • |
Synonyms
- καπιταλιστής m (kapitalistís)
Related terms
- see: κεφαλαιοκρατία f (kefalaiokratía, “capitalism”)
Further reading
- Καπιταλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- κεφαλαιοκράτης - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.