κεράννυμι

Ancient Greek

Alternative forms

  • κεραννύω (kerannúō)
  • κεραίω (keraíō), κεράω (keráō) Epic
  • κίρνημι (kírnēmi) Epic

Etymology

From Proto-Hellenic *kírnāmi, from Proto-Indo-European *ḱerh₂-.

Pronunciation

 

Verb

κεράννυμι • (keránnumi)

  1. to mix, mingle, blend
  2. to temper, cool by mixing
  3. to compound
  4. (grammar, passive voice) to coalesce by crasis
  5. to multiply into

Inflection

Derived terms

  • ἀνακεράννυμι (anakeránnumi)
  • ἐγκεράννυμι (enkeránnumi)
  • ἐκκεράννυμι (ekkeránnumi)
  • ἐπικεράννυμι (epikeránnumi)
  • κατακεράννυμι (katakeránnumi)
  • κρᾶμα (krâma)
  • κρᾶσις (krâsis)
  • κρατήρ (kratḗr)
  • μελῐ́κρᾱτον (melíkrāton)
  • μετακεράννυμι (metakeránnumi)
  • παρεγκεράννυμι (parenkeránnumi)
  • περικεράννυμι (perikeránnumi)
  • συγκατακεράννυμι (sunkatakeránnumi)
  • συγκεράννυμι (sunkeránnumi)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.