κατεψυγμένος
Greek
Alternative forms
- καταψυγμένος (katapsygménos) (less formal but not common)
Etymology
Perfect participle of καταψύχομαι (katapsýchomai), passive voice of καταψύχω (katapsýcho). Semantic loan from French surgelé or from English refrigerated. The medieval κατεψυγμένος (katepsugménos), with different sense: "destroyed from cold".[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ka.te.psiɣˈme.nos/
- Hyphenation: κα‧τε‧ψυγ‧μέ‧νος
- Old Hyphenation: κα‧τε‧ψυ‧γμέ‧νος
Participle
κατεψυγμένος • (katepsygménos) m (feminine κατεψυγμένη, neuter κατεψυγμένο)
Declension
Declension of κατεψυγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατεψυγμένος • | κατεψυγμένη • | κατεψυγμένο • | κατεψυγμένοι • | κατεψυγμένες • | κατεψυγμένα • |
genitive | κατεψυγμένου • | κατεψυγμένης • | κατεψυγμένου • | κατεψυγμένων • | κατεψυγμένων • | κατεψυγμένων • |
accusative | κατεψυγμένο • | κατεψυγμένη • | κατεψυγμένο • | κατεψυγμένους • | κατεψυγμένες • | κατεψυγμένα • |
vocative | κατεψυγμένε • | κατεψυγμένη • | κατεψυγμένο • | κατεψυγμένοι • | κατεψυγμένες • | κατεψυγμένα • |
Derived terms
- κατεψυγμένα n pl (katepsygména, “frozen goods”)
Related terms
- see: κατάψυξη f (katápsyxi), καταψύχω (katapsýcho), κατά (katá), and ψύχος n (psýchos)
References
- κατεψυγμένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.