καταγάλανος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ka.taˈɣa.la.nos/
- Hyphenation: κα‧τα‧γά‧λα‧νος
Adjective
καταγάλανος • (katagálanos) m (feminine καταγάλανη, neuter καταγάλανο)
Declension
Declension of καταγάλανος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταγάλανος • | καταγάλανη • | καταγάλανο • | καταγάλανοι • | καταγάλανες • | καταγάλανα • |
genitive | καταγάλανου • | καταγάλανης • | καταγάλανου • | καταγάλανων • | καταγάλανων • | καταγάλανων • |
accusative | καταγάλανο • | καταγάλανη • | καταγάλανο • | καταγάλανους • | καταγάλανες • | καταγάλανα • |
vocative | καταγάλανε • | καταγάλανη • | καταγάλανο • | καταγάλανοι • | καταγάλανες • | καταγάλανα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.