καστανοκόκκινος
Greek
Etymology
From adjectives κασταν(ός) (kastan(ós), “chestnut brown”) + -ο- + κόκκινος (kókkinos, “red”).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.sta.noˈko.ci.nos/
- Hyphenation: κα‧στα‧νο‧κόκ‧κι‧νος
Adjective
καστανοκόκκινος • (kastanokókkinos) n (feminine καστανοκόκκινη, neuter καστανοκόκκινο)
Declension
Declension of καστανοκόκκινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανοκόκκινος • | καστανοκόκκινη • | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινοι • | καστανοκόκκινες • | καστανοκόκκινα • |
genitive | καστανοκόκκινου • | καστανοκόκκινης • | καστανοκόκκινου • | καστανοκόκκινων • | καστανοκόκκινων • | καστανοκόκκινων • |
accusative | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινη • | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινους • | καστανοκόκκινες • | καστανοκόκκινα • |
vocative | καστανοκόκκινε • | καστανοκόκκινη • | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινοι • | καστανοκόκκινες • | καστανοκόκκινα • |
Related terms
- καστανοκόκκινο n (kastanokókkino, “puce”, noun) (the color/colour)
- and see: καστανός (kastanós, “chestnut brown”, adjective) and κόκκινος (kókkinos, “red”, adjective)
Further reading
- καστανοκόκκινος - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.