καρβονικός
Greek
Declension
Declension of καρβονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καρβονικός • | καρβονική • | καρβονικό • | καρβονικοί • | καρβονικές • | καρβονικά • |
genitive | καρβονικού • | καρβονικής • | καρβονικού • | καρβονικών • | καρβονικών • | καρβονικών • |
accusative | καρβονικό • | καρβονική • | καρβονικό • | καρβονικούς • | καρβονικές • | καρβονικά • |
vocative | καρβονικέ • | καρβονική • | καρβονικό • | καρβονικοί • | καρβονικές • | καρβονικά • |
Related terms
- καρβονικό οξύ n (karvonikó oxý, “carboxylic acid”)
See also
- ανθρακικός (anthrakikós, “carbonic”)
Adjective
καρβονικός • (karvonikós) καρβονική m or f (karvonikí), καρβονικόν n (karvonikón)
- Katharevousa form of καρβονικός (karvonikós): carboxylic
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.