καλαμποκάλευρο
Greek
Declension
declension of καλαμποκάλευρο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | καλαμποκάλευρο • | καλαμποκάλευρα • |
genitive | καλαμποκάλευρου • | καλαμποκάλευρων • |
accusative | καλαμποκάλευρο • | καλαμποκάλευρα • |
vocative | καλαμποκάλευρο • | καλαμποκάλευρα • |
Synonyms
- αλεύρι καλαμποκιού n (alévri kalampokioú)
Related terms
- see: καλαμπόκι n (kalampóki, “maize, sweet corn”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.