καθαρτικό
Greek
Declension
declension of καθαρτικό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | καθαρτικό • | καθαρτικά • |
genitive | καθαρτικού • | καθαρτικών • |
accusative | καθαρτικό • | καθαρτικά • |
vocative | καθαρτικό • | καθαρτικά • |
Related terms
- καθαρτικός (kathartikós, “cleansing, laxative”)
- καθαρτήριος (kathartírios, “purging, laxative”)
- and see: καθαρός (katharós, “clean, pure”)
Adjective
καθαρτικό • (kathartikó)
- Accusative masculine singular form of καθαρτικός (kathartikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of καθαρτικός (kathartikós).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.