ισοσκελής
Greek
Adjective
ισοσκελής • (isoskelís) m (feminine ισοσκελής, neuter ισοσκελές)
- (generally) having equal limbs or legs
- (finance) balanced (of ledgers, balance sheets, etc)
- (geometry) isosceles, having two equal sides
- Antonyms: ανισοσκελής (anisoskelís), σκαληνός (skalinós)
- Coordinate terms: (equilateral) ισόπλευρος (isóplevros), (equal angles) ανισογώνιος (anisogónios)
Declension
Declension of ισοσκελής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισοσκελής • | ισοσκελής • | ισοσκελές • | ισοσκελείς • | ισοσκελείς • | ισοσκελή • |
genitive | ισοσκελούς • | ισοσκελούς • | ισοσκελούς • | ισοσκελών • | ισοσκελών • | ισοσκελών • |
accusative | ισοσκελή • | ισοσκελή • | ισοσκελές • | ισοσκελείς • | ισοσκελείς • | ισοσκελή • |
vocative | ισοσκελή • / ισοσκελής • | ισοσκελής • | ισοσκελές • | ισοσκελείς • | ισοσκελείς • | ισοσκελή • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.