ερπυστριοφόρος
Greek
Adjective
ερπυστριοφόρος • (erpystriofóros) m (feminine ερπυστριοφόρος, neuter ερπυστριοφόρο)
- (engineering) fitted with caterpillar track
Declension
Declension of ερπυστριοφόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερπυστριοφόρος • | ερπυστριοφόρος • | ερπυστριοφόρο • | ερπυστριοφόροι • | ερπυστριοφόροι • | ερπυστριοφόρα • |
genitive | ερπυστριοφόρου • | ερπυστριοφόρου • | ερπυστριοφόρου • | ερπυστριοφόρων • | ερπυστριοφόρων • | ερπυστριοφόρων • |
accusative | ερπυστριοφόρο • | ερπυστριοφόρο • | ερπυστριοφόρο • | ερπυστριοφόρους • | ερπυστριοφόρους • | ερπυστριοφόρα • |
vocative | ερπυστριοφόρε • | ερπυστριοφόρε • | ερπυστριοφόρο • | ερπυστριοφόροι • | ερπυστριοφόροι • | ερπυστριοφόρα • |
Related terms
- ερπύστρια f (erpýstria, “caterpillar track”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.