επαφή
Greek
Noun
επαφή • (epafí) f (plural επαφές)
- touch, contact
- πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
- both parts must maintain contact until the glue has set
- πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
- electrical contact
Declension
Related terms
- φακός επαφής m (fakós epafís, “contact lens”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.