εξωμήτριος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /e.ksoˈmi.tɾi.os/
- Hyphenation: ε‧ξω‧μή‧τρι‧ος
Adjective
εξωμήτριος • (exomítrios) m (feminine εξωμήτριος or εξωμήτρια, neuter εξωμήτριο)
Declension
Declension of εξωμήτριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωμήτριος • | εξωμήτριος • / εξωμήτρια • | εξωμήτριο • | εξωμήτριοι • | εξωμήτριοι • / εξωμήτριες • | εξωμήτρια • |
genitive | εξωμήτριου • | εξωμήτριου • / εξωμήτριας • | εξωμήτριου • | εξωμήτριων • | εξωμήτριων • | εξωμήτριων • |
accusative | εξωμήτριο • | εξωμήτριο • / εξωμήτρια • | εξωμήτριο • | εξωμήτριους • | εξωμήτριους • / εξωμήτριες • | εξωμήτρια • |
vocative | εξωμήτριε • | εξωμήτριε • / εξωμήτρια • | εξωμήτριο • | εξωμήτριοι • | εξωμήτριοι • / εξωμήτριες • | εξωμήτρια • |
Synonyms
- έκτοπος (éktopos, “ectopic, mispositioned”)
Related terms
- εξωμήτριος κύηση f (exomítrios kýisi, “ectopic pregnancy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.