εμφιαλωμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of εμφιαλώνω (emfialóno, “to bottle”)
Adjective
εμφιαλωμένος • (emfialoménos) m (feminine εμφιαλωμένη, neuter εμφιαλωμένο)
- bottled
- εμφιαλωμένο νερό (bottled water)
Declension
Declension of εμφιαλωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμφιαλωμένος • | εμφιαλωμένη • | εμφιαλωμένο • | εμφιαλωμένοι • | εμφιαλωμένες • | εμφιαλωμένα • |
genitive | εμφιαλωμένου • | εμφιαλωμένης • | εμφιαλωμένου • | εμφιαλωμένων • | εμφιαλωμένων • | εμφιαλωμένων • |
accusative | εμφιαλωμένο • | εμφιαλωμένη • | εμφιαλωμένο • | εμφιαλωμένους • | εμφιαλωμένες • | εμφιαλωμένα • |
vocative | εμφιαλωμένε • | εμφιαλωμένη • | εμφιαλωμένο • | εμφιαλωμένοι • | εμφιαλωμένες • | εμφιαλωμένα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.