εισιτήριο άνευ επιστροφής
Greek
Noun
εισιτήριο άνευ επιστροφής • (eisitírio ánev epistrofís) n (plural εισιτήρια άνευ επιστροφής)
Synonyms
- απλό εισιτήριο n (apló eisitírio, “one-way ticket”)
Related terms
- see: εισιτήριο n (eisitírio, “ticket”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.