διεφθαρμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of διαφθείρομαι (diaftheíromai), passive voice of διαφθείρω (diaftheíro). Learnedly, from Ancient Greek διεφθαρμένος (diephtharménos, “destroyed”) & semantic loan from French corrompu.[1] Morphologically, from δι- (δια-) (di- (dia-)) + the ancient participle ἐφθαρμένος (ephtharménos), modern φθαρμένος (ftharménos, “worn out”) and formal εφθαρμένος (eftharménos).
Pronunciation
- IPA(key): /ði.e.fθaɾˈme.nos/
- Hyphenation: δι‧ε‧φθαρ‧μέ‧νος
Declension
Declension of διεφθαρμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διεφθαρμένος • | διεφθαρμένη • | διεφθαρμένο • | διεφθαρμένοι • | διεφθαρμένες • | διεφθαρμένα • |
genitive | διεφθαρμένου • | διεφθαρμένης • | διεφθαρμένου • | διεφθαρμένων • | διεφθαρμένων • | διεφθαρμένων • |
accusative | διεφθαρμένο • | διεφθαρμένη • | διεφθαρμένο • | διεφθαρμένους • | διεφθαρμένες • | διεφθαρμένα • |
vocative | διεφθαρμένε • | διεφθαρμένη • | διεφθαρμένο • | διεφθαρμένοι • | διεφθαρμένες • | διεφθαρμένα • |
See also
- φθαρμένος (ftharménos, “worn out”) & εφθαρμένος (eftharménos) (formal)
- παρεφθαρμένος (pareftharménos)
References
- διεφθαρμένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.