διασωληνωμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of διασωληνώνομαι (diasolinónomai), passive voice of διασωληνώνω (diasolinóno, “to intubate”)
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯a.so.li.noˈme.nos/, /ðʝa.so.li.noˈme.nos/
- Hyphenation: δια‧σω‧λη‧νω‧μέ‧νος
- Older Hyphenation: δι‧α‧σω‧λη‧νω‧μέ‧νος
Participle
διασωληνωμένος • (diasolinoménos) m (feminine διασωληνωμένη, neuter διασωληνωμένο)
Declension
Declension of διασωληνωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασωληνωμένος • | διασωληνωμένη • | διασωληνωμένο • | διασωληνωμένοι • | διασωληνωμένες • | διασωληνωμένα • |
genitive | διασωληνωμένου • | διασωληνωμένης • | διασωληνωμένου • | διασωληνωμένων • | διασωληνωμένων • | διασωληνωμένων • |
accusative | διασωληνωμένο • | διασωληνωμένη • | διασωληνωμένο • | διασωληνωμένους • | διασωληνωμένες • | διασωληνωμένα • |
vocative | διασωληνωμένε • | διασωληνωμένη • | διασωληνωμένο • | διασωληνωμένοι • | διασωληνωμένες • | διασωληνωμένα • |
Related terms
- and see: διασωλήνωση f (diasolínosi, “intubation”)
- διασωληνώνω (diasolinóno, “to intubate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.