διακριτός
See also: διάκριτος
Greek
Declension
Declension of διακριτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διακριτός • | διακριτή • | διακριτό • | διακριτοί • | διακριτές • | διακριτά • |
genitive | διακριτού • | διακριτής • | διακριτού • | διακριτών • | διακριτών • | διακριτών • |
accusative | διακριτό • | διακριτή • | διακριτό • | διακριτούς • | διακριτές • | διακριτά • |
vocative | διακριτέ • | διακριτή • | διακριτό • | διακριτοί • | διακριτές • | διακριτά • |
Related terms
- ευδιάκριτος (evdiákritos, “recognisable”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.