διαδοχικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek διαδέχομαι (diadékhomai, “to succeed”). First attested 1833.
Pronunciation
- IPA(key): /ðʝaðoçiˈkos/
- Hyphenation: δια‧δο‧χι‧κός
Adjective
διαδοχικός • (diadochikós) m (feminine διαδοχική, neuter διαδοχικό)
- successive, consecutive (coming one after the other in a series.)
- διαδοχικές νίκες ― diadochikés níkes ― successive victories
- διαδοχικά πλήγματα ― diadochiká plígmata ― successive blows
Declension
Declension of διαδοχικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαδοχικός • | διαδοχική • | διαδοχικό • | διαδοχικοί • | διαδοχικές • | διαδοχικά • |
genitive | διαδοχικού • | διαδοχικής • | διαδοχικού • | διαδοχικών • | διαδοχικών • | διαδοχικών • |
accusative | διαδοχικό • | διαδοχική • | διαδοχικό • | διαδοχικούς • | διαδοχικές • | διαδοχικά • |
vocative | διαδοχικέ • | διαδοχική • | διαδοχικό • | διαδοχικοί • | διαδοχικές • | διαδοχικά • |
Synonyms
- (successive): διάδοχος (diádochos), σειριακός (seiriakós)
Derived terms
- διαδοχικά (diadochiká, “successively, consecutively”) (adverb)
- διαδοχική διερμηνεία (diadochikí diermineía)
- διαδοχικότητα f (diadochikótita, “successiveness”)
- διαδοχικώς (diadochikós, “successively, consecutively”) (adverb)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.