δεοντολογικός
Greek
Adjective
δεοντολογικός • (deontologikós) m (feminine δεοντολογική, neuter δεοντολογικό)
- (philosophy, ethics) deontological, ethical
- Antonym: αντιδεοντολογικός (antideontologikós)
Declension
Declension of δεοντολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δεοντολογικός • | δεοντολογική • | δεοντολογικό • | δεοντολογικοί • | δεοντολογικές • | δεοντολογικά • |
genitive | δεοντολογικού • | δεοντολογικής • | δεοντολογικού • | δεοντολογικών • | δεοντολογικών • | δεοντολογικών • |
accusative | δεοντολογικό • | δεοντολογική • | δεοντολογικό • | δεοντολογικούς • | δεοντολογικές • | δεοντολογικά • |
vocative | δεοντολογικέ • | δεοντολογική • | δεοντολογικό • | δεοντολογικοί • | δεοντολογικές • | δεοντολογικά • |
Coordinate terms
- see: ηθική f (ithikí, “ethics”)
Related terms
- αντιδεοντολογικός (antideontologikós, “non-deontological”, adjective)
- δεοντολογία f (deontología, “deontology, ethics”)
- δεοντολογικά (deontologiká, “deontologically”, adverb)
- δεοντολογικώς (deontologikós, “deontologically”, adverb)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.