γαστήρ

Ancient Greek

Etymology

Dissimilation of earlier *γρᾰστήρ (*grastḗr, devourer), from γρᾰ́ω (gráō, to gnaw, eat) + -τήρ (-tḗr, agent noun suffix).

Pronunciation

 

Noun

γᾰστήρ • (gastḗr) f (genitive γᾰστέρος or γᾰστρός); third declension

  1. paunch, belly, hollow, wide part
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 13.372:
       []· οὐδ᾽ ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε, μέσῃ δ᾽ ἐν γαστέρι πῆξε.
       []; oud᾽ ḗrkese thṓrēx khálkeos, hòn phoréeske, mésēi d᾽ en gastéri pêxe.
    1. belly (for craving food); gluttony
      • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Odyssey 6.133:
         []· κέλεται δέ ἑ γαστὴρ μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν· []
         []; kéletai dé he gastḕr mḗlōn peirḗsonta kaì es pukinòn dómon eltheîn; []
      • 750 BCE – 650 BCE, Hesiod, Theogony 26:
         []· ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον, ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα, []
         []; poiménes ágrauloi, kák᾽ elénkhea, gastéres oîon, ídmen pseúdea pollà légein etúmoisin homoîa, []
    2. sausage, haggis
      • 423 BCE, Aristophanes, The Clouds 409:
        ὀπτῶν γαστέρα τοῖς συγγένεσιν κᾆτ᾿ οὐκ ἔσχων ἀμελήσας, []
        optôn gastéra toîs sungénesin kâit᾿ ouk éskhōn amelḗsas, []
  2. (anatomy) womb
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 6.58:
      τῶν μή τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον χεῖράς θ’ ἡμετέρας, μηδ’ ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι, μηδ’ ὃς φύγοι, []
      tôn mḗ tis hupekphúgoi aipùn ólethron kheîrás th’ hēmetéras, mēd’ hón tina gastéri mḗtēr koûron eónta phéroi, mēd’ hòs phúgoi, []
    • 6th century BC, Theognis of Megara, Elegies 305:
      Τοὶ κακοὶ οὐ πάντες κακοὶ ἐκ γαστρὸς γεγόνασιν, []
      Toì kakoì ou pántes kakoì ek gastròs gegónasin, []

Usage notes

The root of γᾰστήρ (gastḗr) contains an ε (e) between τ (t) and ρ (r) which is often syncopated, leading to alternative forms such as genitive singular γᾰστέρος (gastéros) and γᾰστρός (gastrós), dative singular γᾰστέρῐ (gastéri) and γᾰστρῐ́ (gastrí), dative plural γᾰστῆρσῐ (gastêrsi) and γᾰστρᾰ́σῐ (gastrási). The syncopated form is generally more common in forms with long suffixes, such as the aforementioned. The inflection table below lists the more common forms.

Inflection

Derived terms

  • γᾰστεροπλήξ (gasteroplḗx)
  • γᾰστραίᾱ (gastraíā)
  • γᾰστροβόρος (gastrobóros)
  • γᾰστροβᾰρής (gastrobarḗs)
  • γᾰστροειδής (gastroeidḗs)
  • γᾰστροιῐ̈́ς (gastroiḯs)
  • γᾰστροκνήμη (gastroknḗmē)
  • γᾰστρολογῐ́ᾱ (gastrologíā)
  • γᾰστρομᾰντεύομαι (gastromanteúomai)
  • γᾰστρονομῐ́ᾱ (gastronomíā)
  • γᾰστρόπτης (gastróptēs)
  • γᾰστροπῑ́ων (gastropī́ōn)
  • γᾰστρόρροιᾰ (gastrórrhoia)
  • γᾰστρορρᾰφῐ́ᾱ (gastrorrhaphíā)
  • γᾰστροτόμος (gastrotómos)
  • γᾰστροφόρος (gastrophóros)
  • γᾰστρόχειρ (gastrókheir)
  • γᾰστροχᾰ́ρῠβδῐς (gastrokhárubdis)
  • γᾰστρώδης (gastrṓdēs)
  • γᾰ́στρων (gástrōn)
  • γᾰ́στρᾰ (gástra)
  • γᾰστρᾰφέτης (gastraphétēs)
  • γᾰστρῐ́δουλος (gastrídoulos)
  • γᾰστρῐ́δῐον (gastrídion)
  • γᾰστρῐ́ζω (gastrízō)
  • γᾰστρῐ́μᾰργος (gastrímargos)
  • γᾰστρῐ́ον (gastríon)
  • γᾰ́στρῐς (gástris)
  • ἐγγᾰστρόχειρ (engastrókheir)
  • ἐγγᾰστρῐ́μᾰντῐς (engastrímantis)
  • ἐγγᾰστρῐμᾰ́χαιρᾰ (engastrimákhaira)
  • ἐγγᾰστρῐ́μῡθος (engastrímūthos)
  • ἐγγᾰ́στρῐος (engástrios)
  • ἐγγᾰστρῑ́της (engastrī́tēs)
  • ἐκτρᾰπελόγᾰστρος (ektrapelógastros)
  • ἐπῐγᾰ́στρῐος (epigástrios)
  • ἑτερογᾰ́στρῐος (heterogástrios)
  • κᾰτεπῐγᾰ́στρῐος (katepigástrios)
  • κᾰτᾰ́γᾰστρος (katágastros)
  • λεπτόγᾰστρος (leptógastros)
  • ὁμογᾰ́στρῐος (homogástrios)
  • προγᾰστρῐ́δῐος (progastrídios)
  • προγᾰστρῐκός (progastrikós)
  • προγᾰ́στρῐον (progástrion)
  • σῡ́ργᾰστρος (sū́rgastros)
  • ταυρογᾰστρῐκός (taurogastrikós)
  • ῠ̔πογᾰστρῐ́ζομαι (hupogastrízomai)
  • ῠ̔πογᾰ́στρῐον (hupogástrion)
  • ῠ̔πογᾰ́στρῐος (hupogástrios)
  • ῠ̔πογᾰστρῐ́ς (hupogastrís)

Descendants

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.