βιοφυσικός
Greek
Declension
Declension of βιοφυσικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιοφυσικός • | βιοφυσική • | βιοφυσικό • | βιοφυσικοί • | βιοφυσικές • | βιοφυσικά • |
genitive | βιοφυσικού • | βιοφυσικής • | βιοφυσικού • | βιοφυσικών • | βιοφυσικών • | βιοφυσικών • |
accusative | βιοφυσικό • | βιοφυσική • | βιοφυσικό • | βιοφυσικούς • | βιοφυσικές • | βιοφυσικά • |
vocative | βιοφυσικέ • | βιοφυσική • | βιοφυσικό • | βιοφυσικοί • | βιοφυσικές • | βιοφυσικά • |
Declension
declension of βιοφυσικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βιοφυσικός • | βιοφυσικοί • |
genitive | βιοφυσικού • | βιοφυσικών • |
accusative | βιοφυσικό • | βιοφυσικούς • |
vocative | βιοφυσικέ • | βιοφυσικοί • |
Further reading
- βιοφυσικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- βιοφυσικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.