βαρβιτουρικό
Greek
Noun
βαρβιτουρικό • (varvitourikó) n (plural βαρβιτουρικά)
- (Pharmacology, Chemistry) barbiturate (salt or derivative of barbituric acid)
Declension
declension of βαρβιτουρικό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βαρβιτουρικό • | βαρβιτουρικά • |
genitive | βαρβιτουρικού • | βαρβιτουρικών • |
accusative | βαρβιτουρικό • | βαρβιτουρικά • |
vocative | βαρβιτουρικό • | βαρβιτουρικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.