αφανισμός
Greek
Noun
αφανισμός • (afanismós) m (plural αφανισμοί)
Declension
declension of αφανισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αφανισμός • | αφανισμοί • |
genitive | αφανισμού • | αφανισμών • |
accusative | αφανισμό • | αφανισμούς • |
vocative | αφανισμέ • | αφανισμοί • |
Further reading
- αφανισμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.